χαιρετιστικός
English (LSJ)
χαιρετιστική, χαιρετιστικόν, Sch.rec.A.Pers.l.c.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χαιρετιστικός, -ή, -όν, ΝΜ χαιρετισμός
αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό.
χαιρετιστική, χαιρετιστικόν, Sch.rec.A.Pers.l.c.
-ή, -ό / χαιρετιστικός, -ή, -όν, ΝΜ χαιρετισμός
αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό.