χαλκάνθρωπος

English (LSJ)

ὁ, copper-man, alchemical term in Zos.Alch.p.110B.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
(αλχ.) χάλκινος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ἄνθρωπος.