χαλκευτήριον

English (LSJ)

τό, = χαλκεῖον, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1330] τό, = χαλκεῖον, die Schmiede, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκευτήριον: τό, = χαλκεῖον, Γλωσσ.