χαλκοτευχής

German (Pape)

[Seite 1332] ές, v. l. für χαλκεοτευχής.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτευχής: πλημμ. γραφὴ ἀντὶ χαλκεοτευχής.

Greek Monolingual

-ές Α
(εσφ. γρφ.) βλ. χαλκεοτευχής.