χαλκοτυπία

English (LSJ)

ἡ, wound by stroke of sword, Anon. ap. Suid. s.v. χαλκοτύπους (pl.).

German (Pape)

[Seite 1332] Verwundung mit eherner Waffe, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτῠπία: ἡ, πληγὴ ἢ κτύπημα διὰ χαλκοῦ, τραῦμα γινόμενον διὰ χαλκίνου ὅπλου, Σουΐδ. ἐν λ. χαλκοτύπους.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χαλκοτύπος
νεοελλ.
χαλκουργία
μσν.-αρχ.
χτύπημα με χάλκινο όπλο («οὐλὰς ἐκ τῶν κατὰ πόλεμον χαλκοτυπιῶν», Λέων Δ).