Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χαλκόηχος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν αυτός που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο του χαλκού όταν αυτός κρούεται. [ΕΤΥΜΟΛ.<χαλκ(ο)- +ήχος (πρβλ.κακό-ηχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].