χαμάνδις

English (LSJ)

= χαμάδις, Theognost.Can.163.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμάνδις: ἴδε ἐν λ. χαμάδις.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) επίρρ. βλ. χαμάδις.