χαμαίδρωψ

Greek Monolingual

-ωπος, ὁ, Α
χαμαίδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χαμαίδρυς.

German (Pape)

ἡ, = χαμαίδρυς, Theophr.