χαμαίλεος

English (LSJ)

ὁ, poet. for χαμαιλέων ΙΙ, Nic.Th.656.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίλεος: -ον, ποιητ. ἀντὶ χαμαιλέων ΙΙ. Νικ. Θηρ. 656.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χαμαιλέων.

German (Pape)

χαμαιλέων, Nic. Th. 656.