χαμηλῶς

Greek (Liddell-Scott)

χαμηλῶς: χαμηλά, σιγά, χαμηλῶς ἐλάλει (ἔπαιζεν ὄργανον), Ἀκρ. ἔπ., ἔκδ. Μηλιαράκη στ. 1843.