Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χαντζάρι
Greek Monolingual
και χατζάρι, το, Ν 1.μεγάληκαμπύλημάχαιρα που χρησιμοποιούσαν ως αγχέμαχο όπλο οι μωαμεθανοί και ειδικότερα οι Τούρκοι, οι γενίτσαροι και οι πειρατές 2.μτφ.σφαγή. [ΕΤΥΜΟΛ.< τουρκ. hancer].