χαριτῶπις
German (Pape)
[Seite 1339] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ep. ad. 721 a (App. 209).
Greek Monolingual
-ώπιδος, ἡ, Α
βλ. χαριτώπης.
Russian (Dvoretsky)
χᾰρῐτῶπις: ιδος adj. f приятная на вид, прелестная Anth.
[Seite 1339] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ep. ad. 721 a (App. 209).
-ώπιδος, ἡ, Α
βλ. χαριτώπης.
χᾰρῐτῶπις: ιδος adj. f приятная на вид, прелестная Anth.