χαρτηρία

English (LSJ)

ἡ, = χάρτης (papyrus), LXX 3 Ma.4.20.

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ, = χάρτης, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χαρτηρία: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 20).

Greek Monolingual

ἡ, Α
χάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. χάρτης, κατά τα θηλ. σε -ηρ-ία (πρβλ. στυπτηρία)].