χαρτοκλέβω
Greek Monolingual
και λόγιος τ. χαρτοκλεπτώ, -έω, Ν
κλέβω σε παιχνίδι με χαρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ-ιά + κλέβω. Ο τ. χαρτοκλεπτώ (< χαρτοκλέπτης) μαρτυρείται από το 1851 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση].
και λόγιος τ. χαρτοκλεπτώ, -έω, Ν
κλέβω σε παιχνίδι με χαρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ-ιά + κλέβω. Ο τ. χαρτοκλεπτώ (< χαρτοκλέπτης) μαρτυρείται από το 1851 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση].