χαρτοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, = χαρτουλάριος, Lyd.Mag.3.19, Choerob.in Theod.1.287H., Suid. s.v. Γεώργιος.
German (Pape)
[Seite 1340] ακος, ὁ, der Papiere od. Alten aufbewahrt, Suid. v. Γεώργιος.
Greek (Liddell-Scott)
χαρτοφύλαξ: ὁ, ὁ φυλάττων ἔγγραφα, ἀρχειοφύλαξ, Ἀστέρ. 396, 408Α, Σύνοδ. Κων)πόλ. (536), 1125C, Ἰω. Λυδ. 228· ἐν Μοναστηρίῳ, Στουδ. 1212, - ἴδε προσέτι Συλλ. Ἐπιγρ. 8760· 9361, Α. Β. 1199 Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
βλ. χαρτοφύλακας.