χειματικός

English (LSJ)

χειματική, χειματικόν, late form for χειμέριος, Sch.Opp.H.3.459.

Greek (Liddell-Scott)

χειμᾰτικός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος, ἀντὶ χειμέριος, χειμωνικός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 459.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ [[χεῖμα, χείματος]]
μτγν. τ. του χειμέριος.