χειρητής

English (LSJ)

χειρητοῦ, ὁ, manual labourer, BGU9 iii 19 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-oῡ, ὁ, Α
χειρώνακτας, χειροτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός + κατάλ. -ητής, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. χειράω, - «εργάζομαι με τα χέρια»].