χειρικός

English (LSJ)

χειρική, χειρικόν, manual, ἔργα POxy.1692.5 (ii A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χείρ, χειρός]
αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.).
επίρρ...
χειρικῶς Α
με τα χέρια.