χειροδίκαιος

English (LSJ)

χειροδίκαιον, = χειροδίκης (one who asserts his right by hand, one who uses the right of might), Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χειροδίκαιος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο χειροδίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροδίκ-ης + κατάλ. -αιος].