χειροτονητέον
English (LSJ)
A one must vote, Ar.Ec.266.
II one must appoint, τινὰ ἐπιμελητήν Ph.2.57.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτονητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ χειροτονῶ, δεῖ χειροτονεῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 266·«χειροτονητέον, τὴν χεῖρα ἐκτατέον» Σουΐδ. ἐν λέξ.