χειρόμυλος

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, Handmühle, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και χερόμυλος Ν
χειροκίνητος μύλος για την άλεση σιτηρών και οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του χειρομύλη κατά τα αρσ.].