τό, (leg. χελύνιον) Dim. of χελύνη 2, Hp. Ep. 23 codd.
[Seite 1348] τό, dim. von χελύνη, Hippocr.
χελύνειον: τό, πιθανῶς ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ χελύνιον (Ι) ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1289.
τὸ, Αβλ. χελύνιον.