χερμαδία

Greek Monolingual

ἡ, Α
χερμάδιον, πέτρα που βάλλεται κατά του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, -άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. του ουδ. χερμάδιον.