ἡ, Αχερμάδιον, πέτρα που βάλλεται κατά του αντιπάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, -άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. του ουδ. χερμάδιον.