χεροπληθής

English (LSJ)

χεροπληθές, poet. for χειροπληθής, Nic.Th.94.

German (Pape)

[Seite 1350] ές, poet. statt χειροπληθής, Nic. Ther. 94.

Greek (Liddell-Scott)

χεροπληθής: -ές, ποιητ. ἀντὶ χειροπληθής, Νικ. Θηρ. 94.

Greek Monolingual

-ές, Α
βλ. χειροπληθής.