χηλευτής

German (Pape)

[Seite 1352] ὁ, der Stricker, Flechter, VLL.

Greek Monolingual

ὁ, Α χηλεύω
1. αυτός που πλέκει, πλέκτης
2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλευτής
ῥάπτης».