χιέζω

German (Pape)

[Seite 1355] ion. statt χιάζω, Chirurg. vett.

Greek (Liddell-Scott)

χῑέζω: χῑεσμός, πλημμ. γραφαὶ ἀντὶ χιάζω, χιασμός, ἐν Ἀρχ. Χειρουργ. 90. 125.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. χιάζω (Ι).