χιδαλέον

English (LSJ)

τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χιδαλέον: «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ].