τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός, Hsch.
χιδαλέον: «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ].