χλαλοή

Greek Monolingual

και αχλαλοή και οχλαλοή, η, Ν
οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οχλαγωγία, με σίγηση του αρκτικού ο- και αφομοίωση του -γ- σε -λ-].