χλωρεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, an unknown bird, Arist.HA609a7, Plin.HN10.203, Ael.NA 5.48.

German (Pape)

[Seite 1360] ὁ, ein grünlicher oder gelblicher Vogel, vielleicht einerlei mit χλωρίων, Arist. H. A. 9, 1 Ael. H. A. 5, 48.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ),
sorte d'oiseau de couleur jaunâtre, pê le même que χλωρίων, ARSTT. HA 9.1.13 et 17, EL. HA 5.48.
Étymologie: χλωρός.

Russian (Dvoretsky)

χλωρεύς: έως ὁ зеленушка (неизвестная нам птица), по по друг. зеленый дятел (Picus viridis L ) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χλωρεύς: έως, ὁ, πρασινωπὸν ἢ κιτρινωπὸν πρηνόν, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ χλωρίων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 13 καὶ 17, πρβλ. Πλίν. 10. 95.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
είδος άγνωστου πτηνού με κιτρινωπό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + κατάλ. -εύς].