χοντροκαμωμένος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. χοντροδουλεμένος, κακοφτειαγμένος
2. (για πρόσ.) αυτός του οποίου τα μέλη είναι χοντρά ή τα χαρακτηριστικά αδρά.