η, Ν1. χημ. είδος ωστικής εκρηκτικής ύλης, άκαπνης πυρίτιδας2. ιατρ. φλεγμονή τών φωνητικών χορδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chorditis < χορδή + κατάλ. -ίτις/-ίτιδα].