χορδίτιδα

Greek Monolingual

η, Ν
1. χημ. είδος ωστικής εκρηκτικής ύλης, άκαπνης πυρίτιδας
2. ιατρ. φλεγμονή τών φωνητικών χορδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chorditis < χορδή + κατάλ. -ίτις/-ίτιδα].