χορδοτομία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εγχειρητική διατομή δεματίου του νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chordotomy < χορδή + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω)].