χορηγίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, woman-choragus, title of a Comedy by Alexis.

German (Pape)

[Seite 1365] ίδος, ὴ, die Chor-, Reigenführerinn, Titel einer Comödie des Alexis, Ath. VII, 287 e.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγίς: -ίδος, ἡ, γυνὴ χορηγός, ἐπιγραφὴ κωμῳδίας τινὸς τοῦ Ἀλέξιδος.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. χορηγός.