χορτοφόρος

English (LSJ)

χορτοφόρον,
A carrying fodder, Str.15.1.42; χ. ἅμαξα Polyaen.3.15.
II producing grass, PSI6.579.6 (iii B. C.), Gp.3.11.7.

German (Pape)

[Seite 1367] Gras, Heu, Futter tragend, hervorbringend, – herbeischaffend, zuführend, ἅμαξα Polyaen. 4, 15; Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

χορτοφόρος: -ον, ὁ φέρων, μεταφέρων χόρτον, Στράβ. 705· χ. ἅμαξα Πολύαινος 3. 15.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για έκταση γης) αυτός που παράγει χόρτο («χωρία χορτοφόρα», Γεωπ.)
αρχ.
αυτός που μεταφέρει χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -φόρος].