χραντός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1368] adj. verb. von χραίνω, auf der Oberstäche berührt, bestrichen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χραντός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χραίνω, κεκηλιδωμένος, μεμολυσμένος, Γλωσσ., πρβλ. ἄχραντος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ χραίνω
μολυσμένος.