χρονάρχης

Greek (Liddell-Scott)

χρονάρχης: ὁ θεὸς, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ χρόνου, Θ. Λασκ. σ. 766, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

και χρονοάρχης, ὁ, Μ
(για τον θεό) ο κυρίαρχος του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -άρχης].