χρυσάωρ

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (ἄορ) = χρυσάορος (q.v.), h.Ap.123, Hes. Op.771, Pi.P.5.104.

German (Pape)

[Seite 1379] ορος, = χρυσάορος; H. h. Apoll. 123; Hes. O. 773; Φοῖβος Pind. P. 5, 104; Ὀρφεύς frg. 187. S. auch nom. pr.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσάωρ: ορος (ᾱ) adj. Hom., Hes., Pind. = χρυσάορος.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσάωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, (ἄορ) = χρυσάορος (ὃ ἴδε), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 123, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 719, Πινδ. Π. 5. 139, Ἀποσπ. 187.

English (Slater)

χρῡσάωρ with golden instrument i. e. lyre χρυσάορα Φοῖβον (P. 5.104) Ὀρφέα χρυσάορα Θρ. 3. 12.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσάορος.

Greek Monotonic

χρῡσάωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἄορ), = χρυσάορος, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Middle Liddell

χρῡσά¯ωρ, ορος, ὁ, ἡ, [ἄορ] = χρυσάορος, Hes., Pind.]