χρυσεόκαρπος

German (Pape)

[Seite 1379] = χρυσόκαρπος, Drac. p. 36.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόκαρπος: -ον, = χρυσόκαρπος, Δράκων 36.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. χρυσόκαρπος.