χρυσοέθειρ

English (LSJ)

ρος, ὁ, ἡ, with golden hair, Archil.121; voc. χρυσοέθειρε IG12(5).893.3 (Tenos, restored); fem. -έθειρᾰ in Max.95.

German (Pape)

[Seite 1380] ειρος, = Folgdm, Archil. 71.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοέθειρ: ος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσῆν κόμην, Ἀρχίλ. 108· ὑπάρχει κλητ. χρυσοέθειρε ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1025, 3· καὶ θηλ. -έθειρᾰ παρὰ τῷ Μαξίμῳ περὶ καταρχ. 95.