χρυσοκάρανος

English (LSJ)

Doric for χρυσοκάρηνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête d'or.
Étymologie: χρυσός, κάρηνον.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκάρᾱνος: (κᾰ) златоглавый, т. е. златорогий (δόρκη Eur.).

German (Pape)

[ῡ, ρᾱ], dor. = χρυσοκάρηνος.