χρυσοβαφές, Hsch. (cf. ῥέζω (B), ῥογεύς).
Α(κατά τον Ησύχ.) «χρυσοβαφές».[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ραγές, ουδ. του -ραγής (< συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- της ρίζας του ρ. ῥέζω «βάφω»)].