χρωματιστής

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνίτης που βάφει τοίχους και κουφώματα, ελαιοχρωματιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].