χωνευτήριον
English (LSJ)
τό, smelting-furnace, LXX 3 Ki.8.51, al.; cf. χωνεῖον.
German (Pape)
[Seite 1386] τό, Ort zum Schmelzen, Schmelzofen, Sp., wie Schol. Nic. Al. 51.
Greek (Liddell-Scott)
χωνευτήριον: τό, κάμινος ἐν ᾗ τήκονται καὶ καθαρίζονται μέταλλα, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Η΄, 51, κ. ἀλλ.), Ἐκκλ.