χωρυτός

English (LSJ)

ὁ, collat. form of γωρυτός, Hsch. s.h.v.

Greek (Liddell-Scott)

χωρυτός: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ γωρυτὸς, κατὰ τὸν Ἡσύχ., ἔνθα «γωρυτός τοξοθήκη. θύλακος. οἱ δὲ χωρυτός».

Greek Monolingual

ὁ, Α
θήκη τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του γωρυτός].