χύμενος

French (Bailly abrégé)

fém. du part. ao. Pass. épq. de χέω.

Greek Monotonic

χύμενος: [ῠ], -η, -ον, Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του χέω.

Russian (Dvoretsky)

χύμενος: part. aor. pass. к χέω.