χώνη

English (LSJ)

ἡ, contr. fr. χοάνη (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1386] ἡ, zsgz. aus χοάνη, 1) Schmelzgrube, Schmelztiegel. – 2) gew. ein Trichter; Plat. Rep. III, 411 a; Pherecr. bei Poll. 10, 75; Ael. V. H. 2, 41.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
écheno de fondeur, entonnoir par où coule le métal en fusion.
Étymologie: contr. de χοάνη.

Russian (Dvoretsky)

χώνη: ἡ стяж. Plat. etc. = χοάνη.

Greek (Liddell-Scott)

χώνη: συνῃρ. τοῦ χοάνη, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. χοάνη.

English (Woodhouse)

funnel

Mantoulidis Etymological

Συνῃρημένος τύπος τοῦ χοάνη (=χουνί) τοῦ χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.