χὤταν

French (Bailly abrégé)

crase poét. p. καὶ ὅταν.

Russian (Dvoretsky)

χὤταν: Pind., Soph. in crasi = καὶ ὅταν.

Greek (Liddell-Scott)

χὤταν: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ καὶ ὅταν, Πινδ. Π. 2. 161, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1530.

Greek Monotonic

χὤταν: κράση αντί καὶ ὅταν.