ψατᾶσθαι

English (LSJ)

προκαταλαμβάνειν, Id.: ψατῆσαι· προειπεῖν, Id. (Prob. cogn. with φθάνω.)

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «προκαταλαμβάνειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φθάνω.