ψευδοδίκταμον
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοδίκταμον: τό, ψευδές, οὐχὶ γνήσιον δίκταμον, Ἱππ. 572, 43, Διοσκ. 3.38· - ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 2, ὁ Schneid. -δίκταμον.
ψευδοδίκταμον: τό, ψευδές, οὐχὶ γνήσιον δίκταμον, Ἱππ. 572, 43, Διοσκ. 3.38· - ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 2, ὁ Schneid. -δίκταμον.