ψευδοκλησία

German (Pape)

[Seite 1394] ἡ, u. ψευδόκλησις, ἡ, = ψευδοκλητεία; B. A. 317; Harpocr.

Greek Monolingual

και ψευδόκλησις, -ήσεως, ἡ, Α
ψευδοκλητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλήσις + κατάλ. -ία].